English Translation
You can’t prove it.
It’s worth noting that αποδείξεις can be both the noun form (plural) of η απόδειξη (“receipt” or “proof”) and the verb form of αποδεικνύω (“to prove”).
Μην ξεχάσεις να μαζέψεις όλες τις αποδείξεις για τις αγορές σου. / Don’t forget to collect all the receipts for your purchases.
Αν αποδείξεις την αλήθεια, όλα θα είναι εντάξει. / If you prove the truth, everything will be fine.
Δώσε μου τις αποδείξεις τώρα, για να αποδείξεις ότι ήσουν εκεί. / Give me the receipts now, so you can prove that you were there.